- αλλακτικός
- η , όν меновой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλακτικός — ή, ό (ΑΜ ἀλλακτικός, ή, όν) [ἀλλάσσω] ο σχετικός με την αλλαγή ή την ανταλλαγή ή ο κατάλληλος γι αυτήν νεοελλ. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα αλλακτικά ή χτικά το ποσοστό που κρατείται για την αλλαγή νομισμάτων, χρεωγράφων,… … Dictionary of Greek
αλλακτικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με την αλλαγή. 2. στον πληθ. το ουδ. ως ουσ., τα αλλακτικά ή αλλαχτικά η αμοιβή εκείνου που αλλάζει νομίσματα, επιταγή κτλ.: Πόσα πλήρωσες για αλλαχτικά; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλλακτικῶν — ἀλλακτικός of fem gen pl ἀλλακτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλακτικόν — ἀλλακτικός of masc acc sg ἀλλακτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλακτικαῖς — ἀλλακτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλακτικῆς — ἀλλακτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλακτική — ἀλλακτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
χρυσοκαταλλακτικός — ή, όν, Μ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανταλλαγή χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κατ(α) * + ἀλλακτικός «αυτός που αναφέρεται στην ανταλλαγή» (< ἀλλάσσω)] … Dictionary of Greek
ἀλλακτικάς — ἀλλακτικά̱ς , ἀλλακτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)